πιτύλων

πιτύλων
πίτυλος
sweep
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ροθιάζω — Α [ῥόθιον] 1. (για κωπηλάτες) χτυπώ με δύναμη το κουπί (α. «ῥοθίαζε κἀνάνιπτε», Κρατίν. β. «ῥοθιάζειν ἐλαύνειν, ἀπὸ τοῡ ψόφου τῆς εἰρεσίας», Ησύχ.) 2. (για πλοίο) παράγω ήχο από το χτύπημα τών κουπιών («ναῡς ὅτ ἄν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ», Αριοτοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”